τετραΐστορον

τετραΐστορον
τετρα-ΐστορον, τό,
A group of four ἱστορίαι, Tz.H.2.868.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τετραΐστορον — τὸ, Μ άθροισμα τεσσάρων ιστοριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ἵστωρ, ορος (πρβλ. και ἱστορία)] …   Dictionary of Greek

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”